- ἀπομειουρισμός
- ἀπομειουρ-ισμός, ὁ,A curtailment, Dam.Pr.59 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπομειουρισμοί — ἀπομειουρισμός curtailment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)